ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνοριακό σύμβολο (το) boundary-symbol
συνοπτικό (το) (ρήμα) complete
συνοπτικά λεξικά concise dictionaries
συνομιλιακός-ή-ό conversational
συνοπτικός μέλλοντας (ο) future punctual
συνοπτικός,-ή,-ό perfect
συνοπτικός,-ή,-ό perfective
Συνοπτικός-ή-ό perfective
συνοπτικός χρόνος (ο) perfective tense
συνοπτικός,-ή,-ό έναντι μη συνοπτικού,-ής perfective vs imperfective