ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνοριακό σύμβολο (το) | boundary-symbol |
| συνοπτικό (το) (ρήμα) | complete |
| συνοπτικά λεξικά | concise dictionaries |
| συνομιλιακός-ή-ό | conversational |
| συνοπτικός μέλλοντας (ο) | future punctual |
| συνοπτικός,-ή,-ό | perfect |
| συνοπτικός,-ή,-ό | perfective |
| Συνοπτικός-ή-ό | perfective |
| συνοπτικός χρόνος (ο) | perfective tense |
| συνοπτικός,-ή,-ό έναντι μη συνοπτικού,-ής | perfective vs imperfective |