ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύνθετος όρος (ο) | collateral term |
σύνθετο τεμάχιο (το) | complex segment |
σύνθετο σύμβολο (το) | complex symbol |
σύνθετος μουσικός τόνος (ο) | complex tone |
σύνθετος-η-ο | composite |
σύνθετος πρωτότυπος (ο) | composite prototype |
σύνθετος-η-ο | compound |
Σύνθετος-η-ο, Σύνθετο (το) | compound |
σύνθετος διπλόγλωσσος-η-ο/δίγλωσσος-η-ο / ταυτόχρονοι διπλόγλωσσος-η-ο/δίγλωσσος-η-ο | compound bilingual / simultaneous bilingual |
σύνθετος όρος (ο) | compound term |