ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύνθετος όρος (ο) collateral term
σύνθετο τεμάχιο (το) complex segment
σύνθετο σύμβολο (το) complex symbol
σύνθετος μουσικός τόνος (ο) complex tone
σύνθετος-η-ο composite
σύνθετος πρωτότυπος (ο) composite prototype
σύνθετος-η-ο compound
Σύνθετος-η-ο, Σύνθετο (το) compound
σύνθετος διπλόγλωσσος-η-ο/δίγλωσσος-η-ο / ταυτόχρονοι διπλόγλωσσος-η-ο/δίγλωσσος-η-ο compound bilingual / simultaneous bilingual
σύνθετος όρος (ο) compound term