ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνθετικός-ή-ό compositional
συνθετική σημασία compositional meaning
συνθετικότητα (η) compositionality
συνθετικότητα σημασίας (η) compositionality of meaning
συνθετικός-ή-ό synthetic
συνθετική προσέγγιση (η) synthetic approach
συνθετικό σύνθετο (το) synthetic compound
συνθετική λογική πρόταση synthetic proposition
συνθετική λογική πρόταση synthetic sentence
συνθετική ομιλία (η) synthetic speech