ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνεκτικότητα (η) | coherence |
| συνεκδοχή (η) | connotation |
| συνεκδοχικός-ή-ό | connotative |
| συνεμφανίζομαι | co-occur |
| συνεκτικότητα | cοherence |
| συνεκφώνηση (η) | liaison |
| συνεκφορά (η) | liaison |
| συνέλκυση (η) | pied piping / pied-piping |
| συνεκτικότητα της λογικοπροτασιακής συμμασίας (η) | propositional meaning coherence |
| συνεκδοχή (η) | synecdoche |