ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνειρμός (ο) association
συνειρμικός,-ή,-ό associative
Συνειρμικός-ή-ό associative
συνειρμική σύνδεση (η) associative connection
συνειρμική σύνδεση (η) associative connection
συνειρμικό πεδίο associative field
συνειρμικό δίκτυο (το) associative network
συνειρμός (ο) cohesion
συνειρμός entail
συνεισφορά(η) turn