ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνειρμική ομάδα (η) association group
συνειρμική ομάδα (η) association group
συνειρμική μάθηση (η) associative learning
συνειρμική σημασία (η) associative meaning
συνειδητή μεταβολή (η) change from above
συνδυαστικός,-ή,-ό combinatorial
συνειδητότητα consciousness
συνειδητότητα ως επίγνωση consciousness as awareness
συνειδητότητα ως πρόθεση consciousness as intention
συνειδητότητα ως γνώση consciousness as knowledge