ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Συνδυασμός1 (ο) | combination |
Συνδυασμός1 (ο) | combination |
συνδυασμός χαρακτηριστικών (ο) | combination of characteristics |
συνδυαστικός τύπος (ο) | combining form |
συνδυασμός (ο) | consociation |
σύνδρομο Χόθορν (το) | Hawthorn effect |
συνδυαστική-συσχετιστική μάθηση (η) | paired-associate learning |
συνδυασμός (ο) | permutation |
Συνδυασμός2 (ο), εναλλαγή (η) | permutation |
συνδυασμός προτάσεων (ο) | sentence combining |