ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συνδυασμός1 (ο) combination
Συνδυασμός1 (ο) combination
συνδυασμός χαρακτηριστικών (ο) combination of characteristics
συνδυαστικός τύπος (ο) combining form
συνδυασμός (ο) consociation
σύνδρομο Χόθορν (το) Hawthorn effect
συνδυαστική-συσχετιστική μάθηση (η) paired-associate learning
συνδυασμός (ο) permutation
Συνδυασμός2 (ο), εναλλαγή (η) permutation
συνδυασμός προτάσεων (ο) sentence combining