ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνδετικό φωνήεν (το) | connecting vowel |
συνδετικό σύνθετο (το) | connector / copulative compound |
συνδετικό ρήμα (το) | copula |
συνδετικό ρήμα (το) | copular verb |
συνδετικό σύνθετο (το) | copulative compound |
συνδετικό ρ (το) | Linking ‘r’ |
συνδετικό μόρφημα (το) | linking morpheme |
συνδετικό ρ (το) | linking r |
συνδετικό ρήμα (το) | linking verb |
συνδετικό φωνήεν (το) | linking vowel |