ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύνδεσμος (ο) conjunct
συνδετικό επίρρημα (το) conjunctive adverb
συνδετική διάταξη conjunctive ordering
συνδετικό (στοιχείο) (το) connector
συνδετική πρόταση (η) copular sentence
συνδετική σύνθεση (η) copulative composition
σύνδεσμος (o) ligament
σύνδεσμος (ο) link
συνδέτης (ο) linker
συνδετική λέξη (η) linkword