ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύνδεσμος (ο) | conjunct |
συνδετικό επίρρημα (το) | conjunctive adverb |
συνδετική διάταξη | conjunctive ordering |
συνδετικό (στοιχείο) (το) | connector |
συνδετική πρόταση (η) | copular sentence |
συνδετική σύνθεση (η) | copulative composition |
σύνδεσμος (o) | ligament |
σύνδεσμος (ο) | link |
συνδέτης (ο) | linker |
συνδετική λέξη (η) | linkword |