ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρότυπο των απόψεων (το) aspects model
προσεταιριστικός,-ή,-ό associative
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) ATR (advanced tongue root)
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) ATR (advanced tongue root)
προτιμήσεις δομής (οι) attachment preferences
προσοχή (η) attention
πλησιέστερη προσέλκυση (η) attract closest
προσδιορισμός (ο) attribute
προσδιοριστική ανάγνωση/ερμηνεία (η) attributive reading
προσδιοριστική χρήση (η) attributive use