ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρότυπο των απόψεων (το) | aspects model |
προσεταιριστικός,-ή,-ό | associative |
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) | ATR (advanced tongue root) |
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) | ATR (advanced tongue root) |
προτιμήσεις δομής (οι) | attachment preferences |
προσοχή (η) | attention |
πλησιέστερη προσέλκυση (η) | attract closest |
προσδιορισμός (ο) | attribute |
προσδιοριστική ανάγνωση/ερμηνεία (η) | attributive reading |
προσδιοριστική χρήση (η) | attributive use |