ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παραχώρηση (η) concession
παραχωρητικός,-ή,-ό concessive
παραχωρητικός-ή-ό, ενδοτικός-ή-ό, εναντιωματικός-ή-ό concessive
παραχωρητική πρόταση concessive clause
παραχωρητικός σύνδεσμος concessive conjunct
παρείσδυση (η) intrusion
Παρείσδυση (η), διείσδυση (η) intrusion
Παρεισδυτικό r (το) intrusive ‘r’
Παρεισδυτικό r (το) intrusive r
παράφραση (η) paraphrase