ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πρόσθιος,-α,-ο | anterior |
| πρόσθιο, χαμηλό, μη στρογγυλό φωνήεν /ae/ (το) | ash |
| προσθήκη συνενδείκτη (η) | co-indexing |
| προσθήκη συνενδείκτη (η), Συνένδειξη (η) | co-indexing |
| Πρόσθιος-α-ο, προράχη της γλώσσας (η), προτάσσω, προσθιώνω | front |
| πρόσθιο χαρακτηριστικό (το) | front feature |
| πρόσθιο τμήμα της γλώσσας (το) | front of the tongue |
| πρόσθιο φωνήεν (το) | front vowel |
| προσθιοποιημένος,-η,-ο | front |
| προσθιοποίηση (η) | fronting |