ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πληροφορία αξιολόγησης (η) | diaevaluative information |
| πληροφορία βαθμού ενσωμάτωσης (η) | diaintegrative information |
| πληροφορία απόκλισης από την κοινή (η) | dianormative information |
| πληροφορία διαλέκτου (η) | diatopic information |
| πλήρης,-ης,-ες | full |
| Πλήρης/ολοκληρωτική ερμηνεία (η) | Full interpretation |
| πλήρης φραστική κατηγορία (η) | full phrasal category |
| πληροφορητής (ο) | informant |
| πληροφορία (η) | information |
| πλήρης,-ης,-ες σημασίας | meaningful |