ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πληθυσμογράφος σώματος (ο) body plethysmograph
πληθυντικός (ευγενείας) (ο) honorific
Πληθυσμογράφος (ο) plethysmograph
πληθυντικός (αριθμός) (ο) plural (pl. PL)
πληθυντικός (αριθμός) (ο) plural number
πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας (ο) plural of majesty
πληθυντικός σεμνότητας (της) plural of modesty
πληθυντικότητα (η) plurality
πληθυσμός (ο) population
πληθυσμιακή τυπολογία typology