ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πληθυσμογράφος σώματος (ο) | body plethysmograph |
| πληθυντικός (ευγενείας) (ο) | honorific |
| Πληθυσμογράφος (ο) | plethysmograph |
| πληθυντικός (αριθμός) (ο) | plural (pl. PL) |
| πληθυντικός (αριθμός) (ο) | plural number |
| πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας (ο) | plural of majesty |
| πληθυντικός σεμνότητας (της) | plural of modesty |
| πληθυντικότητα (η) | plurality |
| πληθυσμός (ο) | population |
| πληθυσμιακή τυπολογία | typology |