ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Περσικά | FA |
| περίφραση (η) | periphrasis |
| περιφραστικός,-ή,-ό | periphrastic |
| περιφραστικοί χρόνοι (οι) | periphrastic |
| περιφραστικός τύπος (ο) | periphrastic type |
| περιφραστικός τύπος ρήματος (ο) | periphrastic verb forms |
| Περμική (η) (γλώσσα) | Permic |
| Περσικά (τα) | Persian (farsi) |
| πετρογλυφικό (το) | petroglyph |
| περιφραστικό ρήμα (το) | phrasal verb |