ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιστασιακός-ή-ό | circumstantial |
| περιστασιακοί ρόλοι (οι) | circumstantial roles |
| περιστασιακό περιβάλλον / περιβάλλον της περίστασης (το) | CONTEXT / situational context / context of situation |
| περιστασιακός,-ή,-ό | occasional |
| περιστέλλω | retract |
| Περιστολή (η), ανάκληση (η) | retraction |
| περιστασιακός-ή-ό | situational |
| περιστατικό κείμενο (το) | situational context |
| περιστασιακό περικείμενο | situational context |
| περιστασιακή σημασία (η) | situational meaning |