ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιοχή (η), Χώρος (ο) area
περιοσισμός συμπληρωματικού δείκτη-κενού (ο) complementizer-gap constraint
περιοριστικός-ή-ό defining
περιοχή (η), Πεδίο (το) domain
περιοριστικό πρώτο πρόσωπο exclusive first person
περιοχή (η) region
περιοριστικός-ή-ό restrictive
περιοριστική πρόταση (η) restrictive clause
περιοριστική τροποποίηση (η) restrictive modification
περιοριστική απλοποίηση restrictive simplification