ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιορίζω constrain
Περιοδικό Ποσοτικής Γλωσσολογίας (το) Journal of Quantitative Linguistics
περιορισμένα λεξικά (τα) limited / restricted dictionaries
περιορισμένη επάρκεια στα Αγγλικά (η) limited English proficiency
περίοδος (η) period
περιοδικός,-ή,-ό periodic
περιοδικότητα (η) periodicity
περιορισμένη σύμφραση (η) restricted collocation
περιορισμένη κατανομή (η) restricted distribution
περιορισμένη γλώσσα (η) restricted language