ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιορίζω | constrain |
| Περιοδικό Ποσοτικής Γλωσσολογίας (το) | Journal of Quantitative Linguistics |
| περιορισμένα λεξικά (τα) | limited / restricted dictionaries |
| περιορισμένη επάρκεια στα Αγγλικά (η) | limited English proficiency |
| περίοδος (η) | period |
| περιοδικός,-ή,-ό | periodic |
| περιοδικότητα (η) | periodicity |
| περιορισμένη σύμφραση (η) | restricted collocation |
| περιορισμένη κατανομή (η) | restricted distribution |
| περιορισμένη γλώσσα (η) | restricted language |