ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περίθημα (το) | circumfix |
περικειμενική ρύθμιση (η) | contextual modulation |
περικειμενική θεωρία της σημασίας (η) | contextual theory of meaning |
περικειμενικά κατάλληλη μέθοδος (η) | contextually appropriate method |
περίθλαση | diffraction |
περιθωριακό βοηθητικό ρήμα (το) | marginal auxiliary |
περιθωριακή αντίθεση (η) | marginal contrast |
περιθώρια (τα) | margins |
περιθωριακή γλώσσα | slang |
περιθωριακό λεξιλόγιο | slang vocabulary |