ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περίθημα (το) circumfix
περικειμενική ρύθμιση (η) contextual modulation
περικειμενική θεωρία της σημασίας (η) contextual theory of meaning
περικειμενικά κατάλληλη μέθοδος (η) contextually appropriate method
περίθλαση diffraction
περιθωριακό βοηθητικό ρήμα (το) marginal auxiliary
περιθωριακή αντίθεση (η) marginal contrast
περιθώρια (τα) margins
περιθωριακή γλώσσα slang
περιθωριακό λεξιλόγιο slang vocabulary