ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιβαλλοντικά ελεύθερος-η-ο context-free
περιβαλλοντικά ελεύθερος κανόνας (ο) context-free rule
περιβαλλοντικά περιορισμένη γραμματική (η) context-restricted grammar
περιβαλλοντικά περιορισμένος κανόνας (ο) context-restricted rule
περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο context-sensitive
περιβαλλοντικά ευαίσθητη γραμματική context-sensitive grammar
περιβαλλοντικά ευαίσθητη γλώσσα (η) context-sensitive language
περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο/περιορισμένος-η-ο/ εξαρτημένος-η-ο κανόνας (ο) context-sensitive/-restricted/-dependent rule
περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά contextual features
περιβαλλοντικές παραλλαγές contextual variants