ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιβαλλοντικά ελεύθερος-η-ο | context-free |
| περιβαλλοντικά ελεύθερος κανόνας (ο) | context-free rule |
| περιβαλλοντικά περιορισμένη γραμματική (η) | context-restricted grammar |
| περιβαλλοντικά περιορισμένος κανόνας (ο) | context-restricted rule |
| περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο | context-sensitive |
| περιβαλλοντικά ευαίσθητη γραμματική | context-sensitive grammar |
| περιβαλλοντικά ευαίσθητη γλώσσα (η) | context-sensitive language |
| περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο/περιορισμένος-η-ο/ εξαρτημένος-η-ο κανόνας (ο) | context-sensitive/-restricted/-dependent rule |
| περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά | contextual features |
| περιβαλλοντικές παραλλαγές | contextual variants |