ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρατακτικός-ή-ό | coordinate |
παρατακτικός-ή-ό | co-ordinate |
παρατακτική δομή | coordinate structure |
παρατακτικός-ή-ό | co-ordinating |
παρατακτικός σύνδεσμος | coordinating conjuction |
παράταξη | coordination |
παρατακτικός-ή-ό | co-ordinative |
παρατακτικός,-ή,-ό | paratactic |
παράταξη (η) | parataxis |
παρατακτική σύνδεση του κοινού συστατικού (η) | shared constituent co-ordination |