ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολύπλοκος,-η,-ο complex
πολυπλοκότητα complexity
πολύπλοκη πρόταση compound sentence
πολυπολιτισμική εκπαίδευση (η) multicultural education
πολυπλευρικός,-ή,-ό multilateral
πολύπλευρος-η-ο multilateral
πολυπλοκότητα (η) plexity
πολυπροσβάσιμο λεξικό (το) polyaccessible dictionary
πολυπληροφοριακό λεξικό (το) polyinformative dictionary
πολύπτωτο (το) polyptoton