ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολύγλωσσο λεξικό (το) multi-language dictionary
πολυγλωσσικό ορολογικό λήμμα (το) multilingual terminological entry
πολύγλωσσα λεξικά (τα) multilingualdictionaries
πολυγλωσσία (η) multilingualism
πολύγλωσσο λεξικό (το) plurilingual dictionary
Πολυγλωσσία (η) plurilingualism / multilingualism
πολυγένεση (η) polygenesis
πολυγενετικός-ή-ό polygenetic
πολύγλωσσο λεξικό (το) polyglot dictionary
πολύγλωσσο λεξικό (το) polylingual dictionary