ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πολύγλωσσο λεξικό (το) | multi-language dictionary |
πολυγλωσσικό ορολογικό λήμμα (το) | multilingual terminological entry |
πολύγλωσσα λεξικά (τα) | multilingualdictionaries |
πολυγλωσσία (η) | multilingualism |
πολύγλωσσο λεξικό (το) | plurilingual dictionary |
Πολυγλωσσία (η) | plurilingualism / multilingualism |
πολυγένεση (η) | polygenesis |
πολυγενετικός-ή-ό | polygenetic |
πολύγλωσσο λεξικό (το) | polyglot dictionary |
πολύγλωσσο λεξικό (το) | polylingual dictionary |