ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολλαπλή σύνδεση (η) multiple association
πολλαπλός συσχετισμός (ο) multiple correlation
πολλαπλή σύνδεση (η) multiple linking / multiple association
πολλαπλώς αμφίσημος,-η,-ο multiply ambiguous
πολλαπλών στρωμάτων multistratal
πολλαπλή τιμή (η) multi-valued
πολλαπλής τιμής multi-valued
πολύ- poly-
Πολυαδικός-ή-ό polyadic
πολύ-ισοδυναμία (η) polyequivalence