ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολιτισμικός πλουραλισμός (ο) cultural pluralism
πολιτισμικός σχετικισμός (ο) cultural relativism
πολιτισμός (ο) culture
πολλαπλά συνδεδεμένος-η-ο multi-linked
πολλαπλή αιτιότητα (η) multiple causation
πολλαπλή σημασία (η) multiple meaning
πολλαπλές διεργασίες (οι) multiple processes
πολλαπλή παλινδρόμηση (η) multiple regression
πολλαπλή ερώτηση-wh (η) multiple wh-question
πολλαπλά διακλαδούμενη δομή (η) multiple-branching construction