ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πόδας (ο) foot
Πόδας αριστερής κεφαλής (ο) left-headed foot
πνευμονοταχογραφία (η) pneumonotachography
πνευμονοταχόγραμμα (το) pneumotachogram
πνευμονοταχογράφος (ο) pneumotachograph
πνευμονικός,-η,-ο pulmonic
πνευμονικός μηχανισμός ρεύματος αέρα pulmonic airstream mechanism
πόδας δεξιάς κεφαλής (ο) right-headed foot
πόδας (δυναμικού) τόνου(ο) stress foot
ποδανά (τα) verlan