ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πλησιέστερο γένος (το) | genus proximum |
πνεύμονες (οι) | lungs |
πλοήγηση (η) | navigation |
πλησιωνυμία (η) | near-synonymy |
πλησιομορφία (η) | plesiomorphy |
πλησιωνυμία (η) | plesionymy |
πνευμονικό εκπνευστικό | pulmonic egressive |
πνευμονικό εισπνευστικό (το) | pulmonic ingressive |
Πλούτος της βάσης (o) | richness of the base |
πνευματικά/συγγραφικά δικαιώματα (τα) | royalty |