ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πλήρης αφομοίωση (η) complete assimilation
πλήρης φραγμός (ο) complete closure
πλήρης ανατροφοδότηση (η) complete feedback
Πλήρης μετάπλαση (η) Full conversion
πλήρης ισοδυναμία (η) full equivalence
πλήρης μορφή (η) full form
πλήρης λέξη (η) full word
πληρηματική (η) / πληρωματική (η) plerematics
πληρημικός,-ή,-ό pleremic
πλήρης εξηγησιμότητα (η) total accountability