ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιορισμός εξάρτησης conditioning constraint
περιορισμός (ο) constraint
περιορισμός ελέγχου control constraint
περιορισμός διπλού συμπληρωματικού doubly filled filter
περιορισμός / συνθήκη αριστερής διακλάδωσης (η) left branch constraint / condition
Περιορισμός εξαγόμενης δομής (ο) output constraint
περιορισμός ανακτησιμότητας (ο) recoverability constraint
περιορισμός διατήρησης της δομής (ο) structure-preservation constraint
περιορισμός διατήρησης της δομής (ο) structure-preserving constraint
περιορισμός (ο)/ φίλτρο (το)/ φαινόμενο του ίχνους that (το) that-trace constraint/ filter/ phenomenon