ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περικυκλώνω circumscribe
περικύκλωση (η) circumscription
Περιληπτικός-ή-ό, συλλογικός-ή-ό collective
περιληπτικός,-ή,-ό collective
περιληπτικό όνομα (το) collective noun
περιληπτικός πληθυντικός (o) collective plural
περιοδικό λεξικών (το) dictionary journal
περιοδικά λεξικογραφίας (η) journals in lexicography
περιοδικά λεξικογραφίας (τα) periodicals in lexicography
περικόπτω truncate