ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περικυκλώνω | circumscribe |
περικύκλωση (η) | circumscription |
Περιληπτικός-ή-ό, συλλογικός-ή-ό | collective |
περιληπτικός,-ή,-ό | collective |
περιληπτικό όνομα (το) | collective noun |
περιληπτικός πληθυντικός (o) | collective plural |
περιοδικό λεξικών (το) | dictionary journal |
περιοδικά λεξικογραφίας (η) | journals in lexicography |
περιοδικά λεξικογραφίας (τα) | periodicals in lexicography |
περικόπτω | truncate |