ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περικείμενο (το) context
περικείμενο (το), περιβάλλον (το), συγκείμενο (το), συγκειμενικό περιβάλλον (το), συμφραζόμενα (τα) context
περικείμενο της περίστασης context of situation
περικείμενο χρήσης (το) context of use
περικείμενο του εκφωνήματος context of utterance
περικειμενικός,-ή,-ό contextual
περικειμενικός ορισμός (ο) contextual definition
περικειμενική συνεπαγωγή (η) contextual implication
περικειμενική σημασία (η) contextual meaning
περικειμενοποίηση (η) contextualization