ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περικείμενο (το) | context |
περικείμενο (το), περιβάλλον (το), συγκείμενο (το), συγκειμενικό περιβάλλον (το), συμφραζόμενα (τα) | context |
περικείμενο της περίστασης | context of situation |
περικείμενο χρήσης (το) | context of use |
περικείμενο του εκφωνήματος | context of utterance |
περικειμενικός,-ή,-ό | contextual |
περικειμενικός ορισμός (ο) | contextual definition |
περικειμενική συνεπαγωγή (η) | contextual implication |
περικειμενική σημασία (η) | contextual meaning |
περικειμενοποίηση (η) | contextualization |