ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιέχω πόδα Be footed
Περιέχων-ουσα-ον Container
περιεχόμενο (το) content
περιεχόμενο (το) contentive
περιεχόμενο-πεδίο content-plane
περιέχων-ουσα-ον, περικλείων-ουσα-ον encompassing
περιεσταλμένος-η-ο, retracted
περιεσταλμένος-η-ο retracted
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) Retracted Tongue Root (RTR)
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) retracted tongue root (RTR)