ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περιέχω πόδα | Be footed |
Περιέχων-ουσα-ον | Container |
περιεχόμενο (το) | content |
περιεχόμενο (το) | contentive |
περιεχόμενο-πεδίο | content-plane |
περιέχων-ουσα-ον, περικλείων-ουσα-ον | encompassing |
περιεσταλμένος-η-ο, | retracted |
περιεσταλμένος-η-ο | retracted |
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) | Retracted Tongue Root (RTR) |
περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) | retracted tongue root (RTR) |