ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παραχώρηση (η) | concession |
παραχωρητικός,-ή,-ό | concessive |
παραχωρητικός-ή-ό, ενδοτικός-ή-ό, εναντιωματικός-ή-ό | concessive |
παραχωρητική πρόταση | concessive clause |
παραχωρητικός σύνδεσμος | concessive conjunct |
παρείσδυση (η) | intrusion |
Παρείσδυση (η), διείσδυση (η) | intrusion |
Παρεισδυτικό r (το) | intrusive ‘r’ |
Παρεισδυτικό r (το) | intrusive r |
παράφραση (η) | paraphrase |