ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προωθημένη βάση της γλώσσας (η) | advanced tongue root (ATR) |
προωθημένη ρίζα γλώσσας | advanced tongue root (ATR) |
πρωταρχική αναφορά (η) | antecedent |
προχαρακτηρισμός (ο) | prespecification |
προχαρακτηρίζω | prespecify |
προχαρακτηριστικός,-ή,-ό | prespecifying |
Προφωνηεντικός-ή-ό | prevocalic |
πρωταρχική μεταφορά (η) | primary metaphor |
πρωταρχικά μέρη (τα) | principal parts |
προχωρητική αφομοίωση | progressive assimilation |