ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προτασιακός,-ή,-ό | clausal |
Προτασιακός-ή-ό / υποπροτασιακός-ή-ό | clausal / sentential |
προτασικό θραύσμα (το) | fragment |
προτασιακός-ή-ό | predicate (pred) |
προτασιακός λογισμός (ο) | predicate calculus |
προτασιακός τόνος (ο) | sentence accent |
προτασιακός (δυναμικός) τόνος (ο) | sentence stress |
προτασικός τύπος | sentence type |
προτασικός πυρήνας | sentence-kernel |
προτασική ρίζα | sentence-radical |