ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προτασιακό τείχος (το) clause-wall
προτασιακό επίρρημα sentence adverb
προτασιακό επίρρημα (το) sentence adverbial
προτασιακή συμπαράθεση sentence concordance
προτασιακό σχήμα/μοτίβο (το) sentence pattern
προτασιακή σημασιολογία (η) sentence semantics
προτασιακό λεξικό (το) sentential dictionary
προτασιακό απαρέμφατο (το) sentential infinitive
προτασιακό υποκείμενο (το) sentential subject
προτασιακό συμπλήρωμα υποκειμένου (το) sentential subject complement