ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παραγωγική μορφολογία | derivational morphology |
Παραγωγική μορφολογία (η) | derivational morphology/ derivatology |
παραγωγική φωνολογία (η) | derivational phonology |
παραγωγικό επίθημα (το) | derivational suffix |
Παραγωγική θεωρία της πολυπλοκότητας (η) | derivational theory of complexity |
παραγωγική μορφολογία | derivatology |
παραγωγική μάθηση, μάθηση μέσω παραγωγής (η) | learning by deduction |
παραγωγή(η) | production |
παραγωγικές δεξιότητες (οι) | productive skills |
παραγωγική/προσληπτική γλωσσική γνώση (η) | productive/receptive language knowledge |