ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσεγγιστικός,-ή,-ό approximant
προσεγγιστικός,-ή,-ό approximative
προσεγγιστικό σύστημα (το) approximative system
προσεταιριστικός,-ή,-ό associative
προσέγγιση του γνωστικού κώδικα (η) cognitive code approach
προσηγορικό όνομα (το) common noun
προσέγγιση της κατανόησης (η) comprehension approach
προσέγγιση της ιντερλίνγκουα (η) interlingual
προσέγγιση των αρχών και παραμέτρων (η) principles and parameters approach
προσεγγιστική σύνταξη (η) proximal syntax