ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσεγγιστικός,-ή,-ό | approximant |
προσεγγιστικός,-ή,-ό | approximative |
προσεγγιστικό σύστημα (το) | approximative system |
προσεταιριστικός,-ή,-ό | associative |
προσέγγιση του γνωστικού κώδικα (η) | cognitive code approach |
προσηγορικό όνομα (το) | common noun |
προσέγγιση της κατανόησης (η) | comprehension approach |
προσέγγιση της ιντερλίνγκουα (η) | interlingual |
προσέγγιση των αρχών και παραμέτρων (η) | principles and parameters approach |
προσεγγιστική σύνταξη (η) | proximal syntax |