ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προϊοντικό όνομα (το) brand name
προκαταρτική ανακοίνωση (η) pre-announcement
προκαθορισμένοι κανόνες (οι) predefined rules
προκαθορισμένη διευθέτηση (η) predetermined arrangement
προθηματοποίηση (η) prefixation
προκαταρτική πρόσκληση (η) pre-invitation
προκαταρτικό αίτημα (το) pre-request
προϊόν product
προκαταβολικός,-ή,-ό progressive
προκαταβολική αφομοίωση (η) progressive assimilation