ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προθετικός,-ή,-ό conative
Προθετικός-ή-ό conative / prothetic
πρόθημα (το) prefix (p-fix)
προθηματική ιδιότητα (η) prefix property
προθηματικός,-ή,-ό prefixing
προθέτω prepose
προθετικός,-ή,-ό prepositional
προθετικός χαρακτηριστής (ο) prepositional specifier
προθεωρητικοί όροι (οι) primitive undefined terms
προθετικός,-ή,-ό prothetic