ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προδρομική παραδρομή (η) anticipation
προδρομικό σφάλμα (το) anticipation error
προδιαγραφές χαρακτηριστικών (οι) feuture specifications
πρόδρομος,-η,-ο forward
προέλευση (η) origin
προδιδασκαλία (η) pre-teaching
προέλεγχος (ο) pre-test
προεγέρτης (ο) prime
προέγερση (η) priming
προδρομική αναστολή (η) proactive inhibition