ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρόγραμμα Μπρέινβοξ (το) Brainvox program
προγραμματισμός κόρπους corpus planning
προδεδομένη σημασία default meaning
Προγράμματα Machinese (Connexor) (τα) Machinese Programmes (Connexor)
Πρόγραμμα Συμπαράθεσης της Οξφόρδης (το) Oxford Concordance Program (OCP)
προγραμματισμός (ο) planning
προδασυνόμενα κλειστά (τα) pre-aspirated stops
προγραμματισμένη μάθηση (η) programmed learning
προγραμματισμός κοινωνικής θέσης status planning
προγράμματα Varbrul (τα) Varbrul programs