ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παράγοντας διακλάδωσης (ο) | branching factor |
παραγόμενο περιβάλλον | derived environment |
παραγόμενο αποτέλεσμα (το) | derived score |
παραβίαση των συνομιλιακών αξιωμάτων (η) | flouting the conversational maxims |
παραγέμισμα (το) | padding |
παραγλώσσα (η) | paralanguage |
παραγλωσσικός,-ή,-ό | paralinguistic |
παραγλωσσολογικός,-ή,-ό | paralinguistic |
παραγλωσσικά σημεία (τα) | paralinguistic signs |
παραγλωσσολογία (η) | paralinguistics |