ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πραγματολογική γλωσσολογία (η) pragmalinguistics
πραγματολογικές επιλογές (οι) pragmatic choices
πραγματολογική (γλωσσική) ικανότητα (η) pragmatic competence
πραγματολογική ικανότητα (η) pragmatic competence
πραγματολογική σύνδεση (η) pragmatic connection
πραγματολογική πληροφορία (η) pragmatic information
πραγματολογικά μόρια (τα) pragmatic particles
πραγματολογική σχέση (η) pragmatic relation
πραγματολογική ισχυροποίηση (η) pragmatic strengthening
πραγματολογική (γλωσσική) ικανότητα (η) pragmatics competence