ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολυσύνθετο (το) decompositum
πολυσυνθετική/ ενσωματωσιακή γλώσσα (η) incorporating language
πολυτεμαχιακός,-ή,-ό plurisegmental
πολυφωνημική ταξινόμηση (η) polyphonemic classification
πολυσυνθετικός,-ή,-ό polysynthetic
πολυσυνθετική δομή (η) polysynthetic construction
πολυσυστημικός,-ή,-ό polysystemic
πολυσυστημική φωνολογία (η) polysystemic phonology
πολυσυστημισμός (ο) polysystemicism
πολυτεχνικό λεξικό (το) polytechnic dictionary