ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πολύσημο (το) polyseme
πολυσημία (η) polysemia
πολυσημικός,-ή,-ό polysemic
πολύσημος,-η,-ο polysemic
πολυσήμαντος,-η,-ο polysemic
πολύσημος,-η,-ο polysemous
πολύσημη λέξη (η) polysemous word
πολυσημία (η) polysemy
πολυσημική πλάνη (η) polysemy fallacy
πολυσημία βάσει αρχών (η) principled polysemy