ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πολύσημο (το) | polyseme |
πολυσημία (η) | polysemia |
πολυσημικός,-ή,-ό | polysemic |
πολύσημος,-η,-ο | polysemic |
πολυσήμαντος,-η,-ο | polysemic |
πολύσημος,-η,-ο | polysemous |
πολύσημη λέξη (η) | polysemous word |
πολυσημία (η) | polysemy |
πολυσημική πλάνη (η) | polysemy fallacy |
πολυσημία βάσει αρχών (η) | principled polysemy |