ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Ο (όρισμα) Α (argument)
ολική μέθοδος (η) word method
οικογένεια λέξεων (η) word family
όριο της λέξης word boundary
όρος (ο) word
Ουολόφ (η) (γλώσσα) Wolof
Ουόλοφ (η) (γλώσσα) WO
Ουιγιότ (η) (γλώσσα) Wiyot
Ουινουτιανή (η) (γλώσσα) Winutian
Ουίντου (η) (γλώσσα) Wintuan