ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ολοκλήρωση (η) completion
ολομερής έννοια comprehensive concept
ορολογική εργασία με τη βοήθεια υπολογιστή computer assisted terminology work
ορολογική εργασία με τη βοήθεια υπολογιστή computer-aided terminology work
οριοθετικός-ή-ό conclusive
ομόνοια (η) concord
ομάδα ελέγχου (η) control group
ορθός,-ή,-ό correct
ορθότητα (η) correctness
όργανα του φλοιού (στον εγκέφαλο) cortical organs