ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ολοκλήρωση (η) | completion |
ολομερής έννοια | comprehensive concept |
ορολογική εργασία με τη βοήθεια υπολογιστή | computer assisted terminology work |
ορολογική εργασία με τη βοήθεια υπολογιστή | computer-aided terminology work |
οριοθετικός-ή-ό | conclusive |
ομόνοια (η) | concord |
ομάδα ελέγχου (η) | control group |
ορθός,-ή,-ό | correct |
ορθότητα (η) | correctness |
όργανα του φλοιού (στον εγκέφαλο) | cortical organs |