ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
οδοντικός,-ή,-ό dental
Οδοντικοφατνιακός-ή-ό denti-alveolar
οικογένεια (η) family
Οικογένεια (η), Οικογενειακός-ή-ό family
οικειότητα (η) intimacy
οδόντωμα (το) notch
Οζίμπβα (η) (γλώσσα) Ojibwa
οθόνη αφής touch screen
οικείο ύφος (το) vernacular
οικογένεια λέξεων (η) word family