ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μη τυπικό ύφος (στην αργκό) (το) informal style
μη φανερή / καλυμμένη μετακίνηση (η) invisible movement
μη υψηλός,-ή,-ό non-high
μη τοπικές συνθήκες σε δέντρα (οι) non-local conditions on trees
μη τροπικό βοηθητικό (το) non-modal auxilliary
μη φυσική (έναντι φυσικής) ομιλία (η) non-natural vs natural meaning
μη τεταμένος,-η,-ο non-tense
μη τερματικός,-ή,-ό non-terminal
μη τερματικός,-ή,-ό non-terminative
μη υποκινούμενος,-η,-ο unmotivated